Η αγωνία της διάγνωσης μετά τη βιοψία μιας ύποπτης αλλοίωσης
Η προσμονή των αποτελεσμάτων της κλινικής εξέτασης, των εργαστηριακών εξετάσεων ή μιας βιοψίας είναι σίγουρα αγωνιώδης για κάθε άνθρωπο.
Ακόμα και σε περιπτώσεις που οι εξετάσεις γίνονται στο πλαίσιο των τακτικών προληπτικών ελέγχων πυροδοτούνται χιλιάδες σκέψεις και συναισθήματα. Όταν δε, πρόκειται για αποτελέσματα εξετάσεων που μπορεί να επιβεβαιώσουν σοβαρές ασθένειες όπως ο καρκίνος, τα συναισθήματα δύναται να έχουν πολύ μεγάλη ένταση.
Η περίοδος αυτή της αναμονής θεωρείται από πολλούς ως το δυσκολότερο και το πιο οδυνηρό μέρος της διαδικασίας.
Σε πολλές περιπτώσεις πλέον, οι ασθένειες αντιμετωπίζονται εύκολα ή/και θεραπεύονται, εφόσον διαγνωστούν σε αρχικό στάδιο, πριν ακόμα προκληθούν βλάβες σε άλλα όργανα του σώματος. Το φυσικό όμως ένστικτο για την αποφυγή του πόνου κυριαρχεί το συναίσθημα και ο φόβος μπορεί να αντικαταστήσει την λογική.
Στο διάστημα της αναμονής, το να προδικάζει κανείς το αποτέλεσμα μπορεί να χειροτερέψει την ψυχολογική του κατάσταση. Έρευνες έχουν αποδείξει το ίδιο αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, της ορμόνης του στρες, σε γυναίκες που υποβλήθηκαν σε βιοψία του μαστού εν αναμονή των αποτελεσμάτων, είτε ανευρέθηκε τελικά κάποια καλοήθεια, είτε κακοήθης νόσος. Αυτό υποδηλώνει πως το άγχος εντείνεται δραματικά καθώς πλησιάζει η ημέρα της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων, ανεξαρτήτως της διάγνωσης.
Συνετό θα είναι να αποφεύγεται η ηλεκτρονική έρευνα (αναζήτηση μέσω διαδικτύου) των πιθανών αποτελεσμάτων των εξετάσεων, δεδομένου πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανακρίβειες που πιθανότατα θα εντείνουν την ανησυχία
Σημαντικό είναι την περίοδο της αναμονής, το άτομο να ασχολείται με δραστηριότητες που του προσφέρουν ευχαρίστηση και βοηθούν στη διαχείριση του άγχους. Κάποιοι επιλέγουν τη σωματική άσκηση και άλλοι προτιμούν δραστηριότητες που θα τους απασχολήσουν περισσότερο νοητικά ή πνευματικά.
Επιπλέον, η υποστήριξη που μπορεί να λάβει κανείς από το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον μπορεί να προσφέρει ανακούφιση και επιδρά ουσιαστικά στην ψυχολογία του ατόμου. Εδώ όμως θα πρέπει να τονιστεί και η δυνατότητα του οικείου περιβάλλοντος να προσφέρει αυτή την υποστήριξη, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης του άγχους. Στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητη η βοήθεια από ένα επαγγελματία θεραπευτή.
Τέλος, κεφαλαιώδης είναι η συνεισφορά του θεράποντος ιατρού πρακτικά αλλά και ψυχολογικά. Ο ιατρός οφείλει να κατανοεί την αγωνία που βιώνει ο ασθενής λόγω της αναμονής. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο θα αναγγελθεί τελικά η διάγνωση είναι σημαντικός, μίας και στην περίπτωση άσχημων αποτελεσμάτων, ο ασθενής έρχεται αντιμέτωπος με μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή του σε πολλά επίπεδα.
Η διάγνωση μιας ασθένειας απειλητικής για τη ζωή αναγνωρίζεται ως μια εμπειρία τραύματος, που μπορεί να οδηγήσει σε μετατραυματικού στρες. Γι’ αυτό και ο ιατρός καλείται να διαχειριστεί με λεπτότητα τόσο την σωματική όσο και την ψυχική υγεία του ασθενή του.